- προσβιάζομαι
- Α1. αναγκάζω, βιάζω κάποιον2. μεταχειρίζομαι βία («ὅταν τις προσβιάζηται πλεονάκις χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», Αριστοτ.)3. παθ. πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν μέρος οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», Θουκ.)4. διευκολύνω τοκετό μεταχειριζόμενος δύναμη5. ισχυρίζομαι επί πλέον6. φρ. α) «προσβιάζομαι ταῡτα» — υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνωβ) «προσβιάζομαι τόπῳ» — κυριεύω μια θέση διά τής βίας ή με έφοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + βιάζομαι (< βία)].
Dictionary of Greek. 2013.